- κακόφλοιος
- κακόφλοιος, -ον (Α)αυτός που έχει κακό φλοιό, κακή φλούδα ή κακό τσόφλι, κακόφλουδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λεπτό-φλοιος, ομοιό-φλοιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοφλοίοιο — κακόφλοιος with bad rind masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek